- ακινακόμορφο
- τοόργανο φυτού (φύλλα, καρποί κ.λπ.), που μοιάζει με ακινάκη, που έχει δηλ. τη μια πλευρά αιχμηρή και την άλλη πλατιά και σαρκώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακινάκης* + -μορφος < μορφή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακινάκης — Κατά την αρχαιότητα, μικρό και πλατύ ξίφος που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες και άλλοι ανατολικοί λαοί. Μαζί με τη λαβή, είχε μήκος σχεδόν μισό μέτρο και το κρεμούσαν σε θήκη, κατά μήκος του δεξιού μηρού. Οι βασιλιάδες κοσμούσαν το ξίφος αυτό με… … Dictionary of Greek